μελανονεκυοείμων

μελανονεκυοείμων
μελᾰνο-νεκῠοείμων, ον, gen. ονος,
A clad in black shroud, Com. word in Ar.Ra. 1336 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μελανονεκυοείμων — μελανονεκυοείμων, ον (Α) (κωμ. λ. τού Αριστοφ.) αυτός που φορά μαύρα, πένθιμα ρούχα ή σάβανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + νεκυο (< νέκυς, υος, «πτώμα, νεκρός») + είμων (< εἶμα «ένδυμα»)] …   Dictionary of Greek

  • είμα — εἷμα, το (Α) 1. ένδυμα, ιμάτιο 2. στρωσίδι, σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fεσ μα, με σίγηση τού σ και αντέκταση τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. Fεσ απαντά στο έννυμι*. Η λ. είμα, τής οποίας πιο εύχρηστος είναι ο πληθ. είματα, αντιστοιχεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”